- σύνεση
- мудроcт
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
σύνεση — η το να κατευθύνεται η βούληση και η πράξη κάποιου από το νου: Ενεργεί με σύνεση. – Η σύνεσή του τον προφύλαξε από πολλές απερισκεψίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek
συνέσῃ — σύνειμι 1 sum fut ind mid 2nd sg συνέσηι , σύνεσις uniting fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέσηι — συνέσῃ , σύνειμι 1 sum fut ind mid 2nd sg σύνεσις uniting fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνετός — ή, ό / συνετός, ή, όν, ΝΜΑ [συνίημι] αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που γίνεται με σύνεση, γνωστικός (α. «συνετός ηγέτης» β. «συνετή πράξη» γ. «ἀπέκρυψας αὐτὰ ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις», ΚΔ δ. «ξυνεταὶ φρένες», Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
ευλαβής — ές (ΑΜ εὐλαβής, ές) πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβής («ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές α) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῑον φόβον διαθέσεως», Ευσ.) β) ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek
ευσύνετος — εὐσύνετος, ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, ον) 1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον η ευσυνεσία, η σύνεση 3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος. επίρρ... εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως) με σύνεση, συνετά … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
μητιόεις — μητιόεις, εσσα, εν (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που παρέχει καλές συμβουλές 2. (για πράγματα) αυτός που έχει παρασκευαστεί με σύνεση, ο ωφέλιμος («φάρμακα μητιόεντα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆτις (Ι) + επίθημα όεις… … Dictionary of Greek
πέπνυμαι — Α 1. έχω πνοή ή ψυχή, ζω 2. έχω ακέραιες τις πνευματικές μου δυνάμεις, λειτουργεί το μυαλό μου 3. μτφ. α) (για πρόσ.) είμαι συνετός, φρόνιμος β) (για πράγματα) είμαι σωστός 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ πεπνυμένοι οι έμπειροι 5. φρ.… … Dictionary of Greek